„χειροποίητος“ χειροποίητος [çiroˈpiitos], χειροποίητη, χειροποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) handgearbeitet handgearbeitet χειροποίητος χειροποίητος examples είναι χειροποίητο es ist Handarbeit είναι χειροποίητο