χειρισμός
[çirizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bedienungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρισμός συσκευήςχειρισμός συσκευής
- Steuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρισμός μηχανήματοςχειρισμός μηχανήματος
- Handhabungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρισμός υπόθεσης, εργαλείουχειρισμός υπόθεσης, εργαλείου
- Behandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειρισμός θέματοςχειρισμός θέματος
examples
- χειρισμός υπολογιστήComputersteuerungθηλυκό | Femininum, weiblich f