χειραψία
[çiraˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειραψίαHändeschüttelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nχειραψίαHändedruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειραψίαχειραψία