χειραφέτηση
[çiraˈfetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Emanzipationθηλυκό | Femininum, weiblich fχειραφέτησηGleichstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fχειραφέτησηχειραφέτηση