„χειρίστρια“: θηλυκό χειρίστρια [çiˈristria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bedienerin Bedienerinθηλυκό | Femininum, weiblich f χειρίστρια χειρίστρια examples χειρίστρια ήχου Tonassistentinθηλυκό | Femininum, weiblich f χειρίστρια ήχου