„χείρανθος“: αρσενικό χείρανθος [ˈçiranθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mauerblümchen Mauerblümchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n χείρανθος χείρανθος