„χείλι“: ουδέτερο χείλι [ˈçili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lippe Lippeθηλυκό | Femininum, weiblich f χείλι ανατομία | Anatomieανατ χείλι ανατομία | Anatomieανατ