„χαϊδευτικό“: ουδέτερο χαϊδευτικό [xaiðeftiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kosename Kosenameαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαϊδευτικό χαϊδευτικό