„χαυλιόδοντας“: αρσενικό χαυλιόδοντας [xavliˈoðondas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hauer, Stoßzahn Hauerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαυλιόδοντας ζωολογία | Zoologieζωολ Stoßzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαυλιόδοντας ζωολογία | Zoologieζωολ χαυλιόδοντας ζωολογία | Zoologieζωολ