„χασαπομάχαιρο“: ουδέτερο χασαπομάχαιρο [xasapoˈmaçero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fleischermesser Fleischermesserουδέτερο | Neutrum, sächlich n χασαπομάχαιρο χασαπομάχαιρο