„χασάπης“: αρσενικό χασάπης [xaˈsapis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fleischer, Metzger Fleischerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χασάπης κρεοπώλης χασάπης κρεοπώλης Metzgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χασάπης ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ χασάπης ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ