„χαρτόσημο“: ουδέτερο χαρτόσημο [xarˈtosimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stempelmarke Stempelmarkeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρτόσημο χαρτόσημο