„χαρτοπαίχτης“: αρσενικό χαρτοπαίχτης [xartoˈpextis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kartenspieler Kartenspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαρτοπαίχτης χαρτοπαίχτης