χαρτονόμισμα
[xartoˈnomizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geldscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαρτονόμισμαBanknoteθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρτονόμισμαχαρτονόμισμα
examples
- χαρτονομίσματαPapiergeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nGeldscheineπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
- Fünfzigeuroscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χαρτονόμισμα πεντακοσίων ευρώFünfhunderteuroscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m