„χαρτζιλίκι“: ουδέτερο χαρτζιλίκι [xardziˈlikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Taschengeld Taschengeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαρτζιλίκι χαρτζιλίκι