„χαραμοφάγος“: αρσενικό χαραμοφάγος [xaramoˈfaɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Parasit Parasitουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαραμοφάγος χαραμοφάγος