„χαράτσι“: ουδέτερο χαράτσι [xaˈratsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abzocke Abzockeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαράτσι χαράτσι