„χαοτικός“: επίθετο, ως επίθετο χαοτικός [xaotiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χαοτική, χαοτικό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) chaotisch chaotisch χαοτικός χαοτικός „χαοτικός“: αρσενικό και θηλυκό χαοτικός [xaotiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Chaot Chaotαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f χαοτικός χαοτικός