„χαμουρεύομαι“: αμετάβατο ρήμα χαμουρεύομαι [xamuˈrevome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knutschen knutschen χαμουρεύομαι χαμουρεύομαι