„χαλκομανία“: θηλυκό χαλκομανία [xalkomaˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abziehbild Abziehbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαλκομανία χαλκομανία