„χαλινάρι“: ουδέτερο χαλινάρι [xaliˈnari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zügel Zügelσυνήθως | meist σνθαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλινάρι χαλινάρι examples χαλινάρια Zaumzeugαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλινάρια