„χαλαζίας“: αρσενικό χαλαζίας [xalaˈzias]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quarz Quarzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλαζίας γεωλογία | Geologieγεωλ χαλαζίας γεωλογία | Geologieγεωλ