„χαζός“: επίθετο, ως επίθετο χαζός [xaˈzos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χαζή, χαζό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dumm, blöd dumm, blöd(e) χαζός χαζός examples κοιτώ σα χαζός gaffen κοιτώ σα χαζός „χαζός“: αρσενικό χαζός [xaˈzos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gaffer Gafferαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαζός οικείο | umgangssprachlichοικ χαζός οικείο | umgangssprachlichοικ