χαζομαντράχαλος
[xazomanˈdraxalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tollpatschαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαζομαντράχαλοςχαζομαντράχαλος