„χαζομάρα“: θηλυκό χαζομάρα [xazoˈmara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dummheit Dummheitθηλυκό | Femininum, weiblich f χαζομάρα χαζομάρα examples (άσε τις) χαζομάρες! (lass den) Quatsch (άσε τις) χαζομάρες! (άσε τις) χαζομάρες! Unsinn! (άσε τις) χαζομάρες!