„φώσφορο“: ουδέτερο φώσφορο [ˈfosforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Phosphor Phosphorαρσενικό | Maskulinum, männlich m φώσφορο χημεία | Chemieχημ φώσφορο χημεία | Chemieχημ