„φύσημα“: ουδέτερο φύσημα [ˈfisima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blasen, Wehen Blasenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φύσημα φύσημα Wehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φύσημα πνοή του ανέμου φύσημα πνοή του ανέμου