„φύλαρχος“: αρσενικό φύλαρχος [ˈfilarxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stammeshäuptling Stammeshäuptlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m φύλαρχος φύλαρχος