φύλαξη
[ˈfilaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bewachungθηλυκό | Femininum, weiblich fφύλαξη φρούρησηφύλαξη φρούρηση
- Hütenουδέτερο | Neutrum, sächlich n (από vor+δοτική | +Dativ +dat)φύλαξη προφύλαξηφύλαξη προφύλαξη
- Schutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m (από vor+δοτική | +Dativ +dat)φύλαξη προστασίαφύλαξη προστασία
- Aufbewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fφύλαξη διατήρησηφύλαξη διατήρηση
- Bewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fφύλαξη από κίνδυνοφύλαξη από κίνδυνο