„φόνος“: αρσενικό φόνος [ˈfonos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mord Mordαρσενικό | Maskulinum, männlich m φόνος φόνος examples φόνος τιμής Ehrenmordαρσενικό | Maskulinum, männlich m φόνος τιμής