„φόβητρο“: ουδέτερο φόβητρο [ˈfovitro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schreckgespenst Schreckgespenstουδέτερο | Neutrum, sächlich n φόβητρο φόβητρο