φωτογράφηση
[fotoˈɣrafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fotografierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωτογράφησηFotoaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτογράφησηφωτογράφηση