„φωτιστικό“: ουδέτερο φωτιστικό [fotistiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lampe, Leuchte Lampeθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτιστικό Leuchteθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτιστικό φωτιστικό