„φωτάκια“: πληθυντικός ουδετέρου φωτάκια [foˈtakjja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lichterkette Lichterketteθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτάκια φωτάκια