φυτώριο
[fiˈtorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Baumschuleθηλυκό | Femininum, weiblich fφυτώριο χώροςφυτώριο χώρος
- Gärtnereiθηλυκό | Femininum, weiblich fφυτώριο κατάστημαφυτώριο κατάστημα