„φυτοφαγία“: θηλυκό φυτοφαγία [fitofaˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vegetarismus Vegetarismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m φυτοφαγία φυτοφαγία