„φυτοκομία“: θηλυκό φυτοκομία [fitokoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflanzenzucht Pflanzenzuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f φυτοκομία φυτοκομία