„φυσιολάτρης“: αρσενικό φυσιολάτρης [fisioˈlatris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Naturfreund Naturfreundαρσενικό | Maskulinum, männlich m φυσιολάτρης φυσιολάτρης