„φυσιογνωσία“: θηλυκό φυσιογνωσία [fisioɣnoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Naturkunde Naturkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f φυσιογνωσία φυσιογνωσία