„φυρόμυαλος“ φυρόμυαλος [fiˈromialos], φυρόμυαλη, φυρόμυαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vertrocknet vertrocknet φυρόμυαλος φυρόμυαλος