φυματίωση
[fimaˈtiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tuberkuloseθηλυκό | Femininum, weiblich f (Tbc)φυματίωση ιατρική | Medizinιατρφυματίωση ιατρική | Medizinιατρ