„φυλλάδιο“: ουδέτερο φυλλάδιο [fiˈlaðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Broschüre, Handout, Beiheft Broschüreθηλυκό | Femininum, weiblich f φυλλάδιο Beiheftουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλλάδιο φυλλάδιο Handoutουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλλάδιο από καθηγητή φυλλάδιο από καθηγητή examples διαφημιστικό φυλλάδιο (Werbe-)Prospektαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαφημιστικό φυλλάδιο