„φυλάγομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα φυλάγομαι [fiˈlaɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φυλάγομαι → see „φυλάσσομαι“ φυλάγομαι → see „φυλάσσομαι“