„φυγόδικος“: αρσενικό φυγόδικος [fiˈɣoðikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geächtete Geächtete(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f φυγόδικος φυγόδικος