„φυγαδεύω“: μεταβατικό ρήμα φυγαδεύω [fiɣaˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zur Flucht verhelfen zur Flucht verhelfen (κάποιον jemandem) φυγαδεύω φυγαδεύω