„φτύνω“: αμετάβατο ρήμα φτύνω [ˈftino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spucken spucken φτύνω φτύνω „φτύνω“: μεταβατικό ρήμα φτύνω [ˈftino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spucken, ausspucken, bespucken, anspucken spucken, ausspucken φτύνω κ. αίμα φτύνω κ. αίμα bespucken, anspucken φτύνω άνθρωπο φτύνω άνθρωπο examples τα φτύνω οικείο | umgangssprachlichοικ schlappmachen τα φτύνω οικείο | umgangssprachlichοικ