„φτυάρι“: ουδέτερο φτυάρι [ˈftjari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spaten, Schaufel Spatenαρσενικό | Maskulinum, männlich m φτυάρι Schaufelθηλυκό | Femininum, weiblich f φτυάρι φτυάρι examples φτυάρι χιονιού Schneeschaufelθηλυκό | Femininum, weiblich f φτυάρι χιονιού