φρόνιμος
[ˈfronimos], φρόνιμη, φρόνιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vernünftigφρόνιμος συνετόςφρόνιμος συνετός
- φρόνιμος παιδί
Thank you for your feedback!