„φρουτάκια“: πληθυντικός ουδετέρου φρουτάκια [fruˈtakjja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spielautomat Spielautomatαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρουτάκια φρουτάκια