φρουρά
[fruˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bewachungθηλυκό | Femininum, weiblich fφρουρά φρούρησηφρουρά φρούρηση
- Wacheθηλυκό | Femininum, weiblich fφρουρά υπηρεσία του φρουρούφρουρά υπηρεσία του φρουρού
- Gardeθηλυκό | Femininum, weiblich fφρουρά βασιλιάφρουρά βασιλιά
- Garnisonθηλυκό | Femininum, weiblich fφρουρά μιας πόληςφρουρά μιας πόλης